- κοτυληδών
- (-όνος) η1) бот. семядоля; 2) см. κοτύλη 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοτυληδών — any cup shaped hollow fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυληδονόφιν — κοτυληδών any cup shaped hollow dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυληδόν — κοτυληδών any cup shaped hollow fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυληδόνα — κοτυληδών any cup shaped hollow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυληδόνας — κοτυληδών any cup shaped hollow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυληδόνες — κοτυληδών any cup shaped hollow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυληδόνι — κοτυληδών any cup shaped hollow fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυληδόνος — κοτυληδών any cup shaped hollow fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυληδόνων — κοτυληδών any cup shaped hollow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυληδόσι — κοτυληδών any cup shaped hollow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυληδόσιν — κοτυληδών any cup shaped hollow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)